- Μέτερνιχ-Βίνεμπουργκ, Κλέμενς Λόταρ Βέντσελ πρίγκιπας του-
- (Klemens Lothar Wenzel Nepomuk Metternich-Winneburg, Κόμπλεντς 1773 – Βιέννη 1859). Αυστριακός πολιτικός και διπλωμάτης. Αποφοίτησε από τα πανεπιστήμια του Στρασβούργου και της Μαγεντίας, ενώ μυήθηκε στον χώρο της διπλωματίας, ακολουθώντας τον διπλωμάτη πατέρα του στις περιοδείες του ανά την Ευρώπη. Η διπλωματική του σταδιοδρομία ξεκίνησε το 1801. Ο συντηρητισμός, που τον χαρακτήριζε, τον τοποθέτησε από την αρχή της καριέρας του στη θέση του φυσικού αντιπάλου του Ναπολέοντα, τον οποίο αντιμετώπιζε ως σύμβολο της επαναστατικής Γαλλίας, η οποία διατάρασσε την ιερή ευρωπαϊκή ισορροπία. Βαθύτατα προσηλωμένος σε αυτή τη λογική κατέβαλλε μεγάλη προσπάθεια, η οποία απέβη επιτυχής, για τη σύναψη της συνθήκης του Πότσνταμ (1805), με την οποία η Πρωσία εντάχθηκε στον αντιναπολεόντειο συνασπισμό της Αυστρίας και της Ρωσίας. Αφού παρέμεινε για τρία χρόνια στο Παρίσι ως τοποτηρητής (1806-09) ο Μ. επέστρεψε στη Βιέννη, όπου ανέλαβε, στην αρχή ως αναπληρωματικός και αργότερα επίσημα, το αυστριακό υπουργείο Εξωτερικών. Ως αναπληρωτής υποχρεώθηκε να υπογράψει τη συνθήκη παράδοσης της Αυστρίας, ενώ ως μόνιμος υπουργός εργάστηκε προς την κατεύθυνση της συμφιλίωσης της Αυστρίας με τη Γαλλία, επιδίωξη που πραγματοποιήθηκε τελικά με τον γάμο του Ναπολέοντα και της Μαρίας Λουίζας· αυτός ο γάμος παρείχε στην Αυστρία τη δυνατότητα να επανακτήσει το χαμένο, από τις στρατιωτικές της ήττες, έδαφος. Όταν ξεκίνησε η εκστρατεία στη Ρωσία, ο M., παρά την ουδετερότητα της Αυστρίας, προσέφερε στον Ναπολέοντα 30.000 άντρες, ως αντάλλαγμα για την περιοχή της Σιλεσίας, η οποία θα περιερχόταν στην Αυστρία σε περίπτωση ρωσικής ήττας. Η καταστροφή, όμως, των Γάλλων ανάγκασε τον Μ. να μεσολαβήσει, προκειμένου να επιτευχθεί η ειρήνευση μεταξύ των εμπολέμων. Μετά πλέον από την αποτυχία του συνεδρίου της Πράγας (1813), προσχώρησε και ο ίδιος στον ευρωπαϊκό συνασπισμό εναντίον του Ναπολέοντα. Η πιο σημαντική επιτυχία του Μ., στην εφαρμογή της διπλωματικής του πολιτικής, επιτελέστηκε στο Συνέδριο της Βιέννης (1815), όπου διαμορφώθηκε η φυσιογνωμία της, μετά τον Ναπολέοντα, Ευρώπης, της νέας Ευρώπης. Ο Μ., αναδεικνυόμενος σε επίμονο υπερασπιστή της παραδοσιακής τάξης των κρατών, σε εχθρό κάθε επαναστατικής ιδέας και σε συνήγορο της αρχής της νομιμότητας, σφράγισε με την παρουσία του τη συγκεκριμένη περίοδο. Το σύνολο των πεποιθήσεών του, ωστόσο, επικεντρωνόταν στην άποψη ότι η εφαρμογή της αρχής των εθνοτήτων θα οδηγούσε στο τέλος της αψβουργικής αυτοκρατορίας, η οποία συνιστούσε το τυπικό δείγμα πολιτικής εξουσίας στηριγμένης σε διαφορετικές φυλές. Προσκολλώντας την Αυστρία είτε στο άρμα της Ιερής Συμμαχίας –μια ασαφή συμφωνία των θεωρητικά κοινών σκοπών των Ευρωπαίων ηγεμόνων– είτε στην Τετραπλή, ο Μ. διέβλεπε τη σημασία που θα αποκτούσαν αυτές οι δύο συμμαχίες στην πολιτική της επέμβασης. Πραγματικά αυτή η πολιτική κυριάρχησε στα συνέδρια του Κάρλσμπαντ και της Βιέννης (1819), καθώς επίσης και στα συνέδρια του Τρόπαου (1820) και του Λάιμπαχ (1821) τις ημέρες των εξεγέρσεων στη Γερμανία, στην Ισπανία, στην Ιταλία και στην Ελλάδα. Οι εσωτερικές διαφορές, που αναπτύχθηκαν, μεταξύ των μελών της Πενταρχίας (η Τετραπλή είχε διευρυνθεί το 1817 με την είσοδο σε αυτήν και της Γαλλίας) άμβλυναν σημαντικά την αποτελεσματικότητα της πολιτικής του Μ. Ο θάνατος μάλιστα του αυτοκράτορα Φραγκίσκου (1835) που πάντοτε είχε υποστηρίξει την πολιτική του καγκελαρίου του, συνετέλεσε στην εξασθένηση της δύναμης του Μ. ακόμα και στο εσωτερικό της Αυστρίας. Το 1848 ο Μ. υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει τη Βιέννη, όπου επέστρεψε μόλις το 1851. Έως τον θάνατό του δεν έπαυσε να προσφέρει αφειδώς τις συμβουλές του στον νέο αυτοκράτορα Φραγκίσκο Ιωσήφ, όχι όμως με την ίδια επιτυχία.
Ο Μ. αποτελεί τυπικό εκπρόσωπο του ancien regime και της συντηρητικής πολιτικής, η άσκηση της οποίας συνέβαλε στην επιβράδυνση –έστω και για σύντομη περίοδο– της ιστορικά αναπόφευκτης εξέλιξης που οδηγούσε στη διάλυση της παλαιάς Ευρώπης. Η στάση του Μ. έναντι της αρχής των εθνοτήτων τον τοποθέτησε στη θέση του φανατικού αντιπάλου της Ελληνικής Επανάστασης του 1821. Η στάση του μπορεί να χαρακτηριστεί μισελληνική, αλλά ερμηνεύεται από τον δικαιολογημένο φόβο των Αυστριακών για ενδεχόμενη επέκταση του ίδιου εθνικιστικού επαναστατικού πνεύματος και στους λαούς που εξουσίαζε η Βιέννη (Ούγγρους, Τσέχους κλπ.). Στην προσπάθειά του να εξουδετερώσει τη δημιουργία φιλελληνικού πνεύματος μεταξύ των Ευρωπαίων ηγεμόνων ο Μ. συγκρούστηκε πρώτα με τον τσάρο Αλέξανδρο A’ –προπάντων ύστερα από τον απαγχονισμό του πατριάρχη Γρηγορίου E’ και την έντονη ρωσική αντίδραση που ακολούθησε τα δραματικά γεγονότα της Κωνσταντινούπολης– και, μετά το φθινόπωρο του 1822, με τον Άγγλο πρωθυπουργό και υπουργό εξωτερικών Γεώργιο Κάνιγκ. Η περιπλοκή των διπλωματικών διαξιφισμών μεταξύ των Ρώσων, των Αυστριακών και των Άγγλων, καθώς και ο φόβος για το μονοπώλιο της ρωσικής επιρροής στους επαναστατημένους Έλληνες οδήγησε τον Μ., το 1824, στη διατύπωση ενός σχεδίου ίδρυσης ανεξάρτητου ελληνικού κράτους, πρόταση που εκφράστηκε για πρώτη φορά στην Ευρώπη και που ασφαλώς αποτελούσε διπλωματικό ελιγμό του δαιμόνιου Αυστριακού καγκελάριου. Από την εποχή αυτή άλλωστε και έως το τέλος του ελληνικού απελευθερωτικού πολέμου (1827) η επίδραση του Μ., στην εξέλιξη της ευρωπαϊκής διπλωματίας έναντι του ελληνικού ζητήματος, υπήρξε μειωμένης ισχύος.
Ο Αυστριακός πολιτικός Μέτερνιχ-Βίνεμπουργκ θεωρείται ο κύριος εκπρόσωπος του ευρωπαϊκού συντηρητισμού μετά τον 19o αι.
Dictionary of Greek. 2013.